- αισθητοποιητικός
- -ή, -ό [αισθητοποιώ]αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση ενός θέματος, ενός αντικειμένου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθητοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αισθητοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποίηση — η σαφής παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό, αποσαφήνιση, ζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητοποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποιητικός] … Dictionary of Greek